Μου υποσχέθηκα πως θα στρώσω τον πισινό μου, μα δεν πρόκειτε να αναφερθώ σε ιστορίες θαυμαστών πράξεων σε καταστάσεις πανικού. Τους ανθρώπους που παγιδεύονται σε κρίσεις πανικού, ακόμα και αν είναι μόνο γιά μία φορά, τους σκιάζομαι. (de-javu).
Χάνω έδαφος, το νιώθω και το βλέπω. Προσπαθείς να μην είσαι σκάρτος, αλύτης, μυθομανής, επιφανειακός, μα όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά. Δεν ξέρω αν είναι, ο κακός μου, ο καιρός ή κάποιο απωθημένο για όλα τα βράδυα που πέρασα και μοιράστηκα μονάχος περιμένοντας. Έχω την ανάγκη να νιώσω ποθητός, το κάθε μου βήμα, την κάθε μου ανάσα, την κάθε μου κίνηση, την κάθε μου γκριμάτσα. Να νιώσω όπως, δεν καταλαβαίνουν την υπεροχή τους, τα μωρά.
Τις αμαρτίες μου τις είδα και σταμάτησα να παίζω με τους άλλους, δεν έχω πιά να μετανιώνω. Έκτοτε μου πλήρωσα. Πόσο στοίχησαν οι αλήθειες και ο χαμός, τα λευκά ψέματα και οι κακίες, η αδιαφορία και το πείσμα, τα δροσερά φιλιά και τα χαϊδολογήματα, οι ματιές και τα χαχανίσματα, το μολύβι μου το ίδιο; Δεν μπορώ είναι πως δεν ξέρω, είναι που δε δίναμαι να κρίνω...και αυτό το σταμάτησα. Έψαξα απεγνωσμένα να βρώ μέσα στα πράματά μου εκείνα τα υπέροχα μικρά λευκά μπλοκάκια της Skag. Τα εχασα και αυτά, τα άφησα πίσω και δεν με πειράζει. Όχι όσο θα νόμιζα τουλάχιστο. Ήμουν πεπεισμένος ότι πήρα μαζί μου ένα δυό γιατί εδώ δεν τα βρίσκω και πόσο μου την σπάνε τα αντίστοιχα με τις γραμμούλες... είναι σαν να σε πιέζουν να γράφεις σε σειρά. Παλαιότερα είχα την συνήθεια να γράφω σε κύκλους, ξεκινώντας από την περιφέρεια, να συμμαζέψω το μυαλό μου μέχρι το κέντρο. Οι σκέψεις μου τότε νομίζω πως ήταν χειρότερες από την κυκλικότητα της γραφής.
Κατακλείδα... μου μείναν στα χέρια. Αυτοί που με πρόδωσαν και αυτοί που δεν με έκριναν παρά μου πρόσφεραν την απόλυτη εμπιστόσύνη τους. Το έμαθα το μάθημά μου, αυτή την φορά θα διαλέξω την αλήθεια που με βολεύει.
Χάνω έδαφος, το νιώθω και το βλέπω. Προσπαθείς να μην είσαι σκάρτος, αλύτης, μυθομανής, επιφανειακός, μα όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά. Δεν ξέρω αν είναι, ο κακός μου, ο καιρός ή κάποιο απωθημένο για όλα τα βράδυα που πέρασα και μοιράστηκα μονάχος περιμένοντας. Έχω την ανάγκη να νιώσω ποθητός, το κάθε μου βήμα, την κάθε μου ανάσα, την κάθε μου κίνηση, την κάθε μου γκριμάτσα. Να νιώσω όπως, δεν καταλαβαίνουν την υπεροχή τους, τα μωρά.
Τις αμαρτίες μου τις είδα και σταμάτησα να παίζω με τους άλλους, δεν έχω πιά να μετανιώνω. Έκτοτε μου πλήρωσα. Πόσο στοίχησαν οι αλήθειες και ο χαμός, τα λευκά ψέματα και οι κακίες, η αδιαφορία και το πείσμα, τα δροσερά φιλιά και τα χαϊδολογήματα, οι ματιές και τα χαχανίσματα, το μολύβι μου το ίδιο; Δεν μπορώ είναι πως δεν ξέρω, είναι που δε δίναμαι να κρίνω...και αυτό το σταμάτησα. Έψαξα απεγνωσμένα να βρώ μέσα στα πράματά μου εκείνα τα υπέροχα μικρά λευκά μπλοκάκια της Skag. Τα εχασα και αυτά, τα άφησα πίσω και δεν με πειράζει. Όχι όσο θα νόμιζα τουλάχιστο. Ήμουν πεπεισμένος ότι πήρα μαζί μου ένα δυό γιατί εδώ δεν τα βρίσκω και πόσο μου την σπάνε τα αντίστοιχα με τις γραμμούλες... είναι σαν να σε πιέζουν να γράφεις σε σειρά. Παλαιότερα είχα την συνήθεια να γράφω σε κύκλους, ξεκινώντας από την περιφέρεια, να συμμαζέψω το μυαλό μου μέχρι το κέντρο. Οι σκέψεις μου τότε νομίζω πως ήταν χειρότερες από την κυκλικότητα της γραφής.
Κατακλείδα... μου μείναν στα χέρια. Αυτοί που με πρόδωσαν και αυτοί που δεν με έκριναν παρά μου πρόσφεραν την απόλυτη εμπιστόσύνη τους. Το έμαθα το μάθημά μου, αυτή την φορά θα διαλέξω την αλήθεια που με βολεύει.