Στα Εξάρχεια, στην λατρευτή μου Ίντριγκα (τι όνομα και αυτό) άραζα τις κυριακές το μεσημέρι, με την εφημερίδα παραμάσχαλα και μία κούπα με καφέ. Άλλοτε σε λεωφορεία, στο δρόμο, σε στάση, σε κίνηση... έγραφα. Με ένα άσπρο μολύβι, έγραφα σε ένα μικρό μπλοκάκι. Δεν το κάνω πλέον τόσο συχνά, το αυτοκίνητο και οι πολλές υποχρεώσεις βλέπετε, αλλά άρχισα να προτιμώ το πληκτρολόγιο, και έφτιαξα και ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας μου.... Όχι επειδή έχω λόξα με την τεχνολογία, αλλά γιατί μόνον έτσι τα καταφέρνω πλέον.
Ανακάλυψα δε πως το delete είναι ένα πλήκτρο με μεγάλη δύναμη. Άμα πάρεις την απόφαση να το πατήσεις, εξαφανίζει μονομιάς όλα σου τα πάθη που βρήκες το κουράγιο να τα γράψεις, αλλά όχι και το θάρρος να τα πεις. Ποτέ δεν θα φανταζόμουνα να μην γράφω στην μέση του δρόμου με μολύβι. Κάπως έτσι ήθελα να πιστεύω πως έκαναν και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές. Όμως εγώ μια φορά έκανα σε μια κοπέλα δώρο ένα βιβλίο, και στο πίσω μέρος του εξώφυλλου έγραψα με μολύβι μια αφιέρωση, δυό γραμμές. Δεν την γράφω με στυλό, της είπα, γιατί άμα τυχόν και σβήσει, εγώ θέλω να είμαι δίπλα σου για να σου γράψω μια καινούργια. Τώρα η ίδια κοπέλα έβαλε διαφανές πλαστικό κάλυμμα πάνω από την αφιέρωση αυτή, και με έδιωξε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Είναι κι άλλες πολλές, που ήρθαν κι έφυγαν, ή είναι ακόμα τριγύρω. Με σεξ ή άνευ, με φιλιά στα χείλη ή στα μάγουλα. Μπορεί κάποτε να γράψω κατιτίς και για αυτές... τώρα γράφω μόνο για σένα.
Πόσο θά θελα να σουν εδώ.
Όχι για να κάνουμε έρωτα, δεν με απασχολεί το σέξ, έχω άλλους τρόπους να σε φτιάξω... Ούτε για να μιλήσουμε, τι να πω πια. Είναι τόσα τα συναισθήματα που στριμώχνονται μέσα μου, χορεύουν στο στομάχι μου, καρτερούν μια μικρή χαραμάδα φωτός για να χυμήξουν όλα μαζί στη πρώτη ευκαιρία από τα δάχτυλα στο χαρτί, κι όσο μεγάλη θα είναι η χαρά τους, έτσι εύκολα θα συνθλιβούν καθώς το πέρασμα είναι μικρό και απάτητο πολύ καιρό.
Ούτε για να συναντήσω το βλέμμα σου. Οι σκέψεις μου είναι ρηχές, τα αισθήματα χοντροκομμένα, η επίγνωση της αδυναμίας μου και της παράλογης, χωρίς εσένα ζωή μου, έχουν από καιρό αφαιρέσει από το βλέμμα μου τη ζεστασιά μιας παλιάς φωτιάς που έχω ξεχάσει και έχει σβήσει.
Το άρωμά σου ήθελα να ποτίσει το κρεβάτι, να τριγυρνα ανάμεσα στις φλόγες των κεριών, να γεμίσει τους, καθαρούς μου τοίχους και τυλιχθεί σαν ομίχλη ικανή να με σώσει από τη θλίψη.
Ήθελα αυτή την στιγμή να αγκίξω τη καμπύλη του λαιμού σου, τις γωνίες των ώμων σου. Από το πρώτο άγγιγμα τα χείλη μου δεν απογοητεύονται για την αυθάδειά τους να σ' επισκευθούν. Αυτή η γεύση χαρακτηρίζει κάτι που ξέρω χωρίς να το έχω γνωρίσει ποτέ. Μια ιδέα που κουβαλάω μέσα μου από όταν γεννήθηκα τώρα βρίσκει τη θέση της στον πραγματικό κόσμο. Ακούω την ανάσα σου να μου χαμογελάει και βρίσκω τη δύναμη ν' ανοίξω τα μάτια μου.
Ανακάλυψα δε πως το delete είναι ένα πλήκτρο με μεγάλη δύναμη. Άμα πάρεις την απόφαση να το πατήσεις, εξαφανίζει μονομιάς όλα σου τα πάθη που βρήκες το κουράγιο να τα γράψεις, αλλά όχι και το θάρρος να τα πεις. Ποτέ δεν θα φανταζόμουνα να μην γράφω στην μέση του δρόμου με μολύβι. Κάπως έτσι ήθελα να πιστεύω πως έκαναν και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές. Όμως εγώ μια φορά έκανα σε μια κοπέλα δώρο ένα βιβλίο, και στο πίσω μέρος του εξώφυλλου έγραψα με μολύβι μια αφιέρωση, δυό γραμμές. Δεν την γράφω με στυλό, της είπα, γιατί άμα τυχόν και σβήσει, εγώ θέλω να είμαι δίπλα σου για να σου γράψω μια καινούργια. Τώρα η ίδια κοπέλα έβαλε διαφανές πλαστικό κάλυμμα πάνω από την αφιέρωση αυτή, και με έδιωξε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Είναι κι άλλες πολλές, που ήρθαν κι έφυγαν, ή είναι ακόμα τριγύρω. Με σεξ ή άνευ, με φιλιά στα χείλη ή στα μάγουλα. Μπορεί κάποτε να γράψω κατιτίς και για αυτές... τώρα γράφω μόνο για σένα.
Πόσο θά θελα να σουν εδώ.
Όχι για να κάνουμε έρωτα, δεν με απασχολεί το σέξ, έχω άλλους τρόπους να σε φτιάξω... Ούτε για να μιλήσουμε, τι να πω πια. Είναι τόσα τα συναισθήματα που στριμώχνονται μέσα μου, χορεύουν στο στομάχι μου, καρτερούν μια μικρή χαραμάδα φωτός για να χυμήξουν όλα μαζί στη πρώτη ευκαιρία από τα δάχτυλα στο χαρτί, κι όσο μεγάλη θα είναι η χαρά τους, έτσι εύκολα θα συνθλιβούν καθώς το πέρασμα είναι μικρό και απάτητο πολύ καιρό.
Ούτε για να συναντήσω το βλέμμα σου. Οι σκέψεις μου είναι ρηχές, τα αισθήματα χοντροκομμένα, η επίγνωση της αδυναμίας μου και της παράλογης, χωρίς εσένα ζωή μου, έχουν από καιρό αφαιρέσει από το βλέμμα μου τη ζεστασιά μιας παλιάς φωτιάς που έχω ξεχάσει και έχει σβήσει.
Το άρωμά σου ήθελα να ποτίσει το κρεβάτι, να τριγυρνα ανάμεσα στις φλόγες των κεριών, να γεμίσει τους, καθαρούς μου τοίχους και τυλιχθεί σαν ομίχλη ικανή να με σώσει από τη θλίψη.
Ήθελα αυτή την στιγμή να αγκίξω τη καμπύλη του λαιμού σου, τις γωνίες των ώμων σου. Από το πρώτο άγγιγμα τα χείλη μου δεν απογοητεύονται για την αυθάδειά τους να σ' επισκευθούν. Αυτή η γεύση χαρακτηρίζει κάτι που ξέρω χωρίς να το έχω γνωρίσει ποτέ. Μια ιδέα που κουβαλάω μέσα μου από όταν γεννήθηκα τώρα βρίσκει τη θέση της στον πραγματικό κόσμο. Ακούω την ανάσα σου να μου χαμογελάει και βρίσκω τη δύναμη ν' ανοίξω τα μάτια μου.