Συνέχισα, βαρετά, τον δρόμο μου. μπαίνοντας σε μιά εκκλησία...
Έσκυψα ευλαβικά και φίλησα μια εικόνα που έτυχε να βρίσκεται μπροστά μου και σχεδόν έτρεξα στον πάγκο με τα κεριά όπου άφησα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό ικανό να ευχαριστήσει οποιαδήποτε θεότητα, υπαρκτή ή όχι...
Ένας ίσον κανένας ή ίσον θεός ή τέρας... ακόμα προσπαθώ να αποφασίσω για την αφεντιά μου.... τελικά είμουν άδειος. Εσείς με έχετε ονομάσει έτσι. Εγώ απλά είχα τη δύναμη να τα πώ (γράψω), και εσείς τη θεοποιήσατε, της δώσατε όνομα.
Λένε ότι η αγάπη είναι ψεύτικο πράγμα. Δεν είναι πράγμα όμως. Είναι ένστικτο. Ένστικτο επιβίωσης και συμβίωσης. Τι αγαπάμε στον άλλο; Το μίσος που υπάρχει μεταξύ μας; Τη διαφορετικότητά μας; Την ομοιότητά μας; Τους μισητούς μα και σέξυ τσακωμούς μας; Την αγκαλιά που σε κάνει να θες να κλείσεις τα μάτια σου και να ταξιδέψεις; Την επικοινωνία; Πώς σκατά ξεχωρίζεις τα είδη της αγάπης;... και πώς σκατά θα μάθω κάποιον Θεό να αγαπάει;
Όσο αστείο κι αν κάνω αυτό τη δημοσίευση, θα καταλήξει στο θάνατο. Στο θάνατο των ονείρων, στο θάνατο της αγάπης, στη σάτιρα του Θεού και στην ανάγκη να πιστεύεις σε κάτι. Οι άνθρωποι δε μπορούν πλέον να τα βρούνε με τον εαυτό τους. Θέλουν να είναι καλυμμένοι μέσα σε κάποια καφετέρια, σε κάποιο κλαμπ, σε κάποια σχέση (εγώ όχι μούσα μου). Έξω στους δρόμους είναι ακάλυπτοι, ανίκανοι ίσως να διασκεδάσουν και να βρούνε τη ζωή μέσα τους.
Πληρωμένα χαμόγελα, εξαναγκασμένοι Θεοί. Οι δημοσιεύσεις μου αρχίζουν να φθείρουν, πεθαίνουν και τελειώνουν απότομα, ακριβώς επειδή δεν είναι βιβλίο, δε διαθέτουν κάν λογική σειρά, νόημα ή πλοκή. Είναι μοναχά η ανάγκη μου να ονειρεύομαι.
Εδώ πέρα δεν χωράνε τα όνειρα. Αν ονειρεύεσαι εδω κάτω, δεν ξυπνάς ποτέ...
Έσκυψα ευλαβικά και φίλησα μια εικόνα που έτυχε να βρίσκεται μπροστά μου και σχεδόν έτρεξα στον πάγκο με τα κεριά όπου άφησα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό ικανό να ευχαριστήσει οποιαδήποτε θεότητα, υπαρκτή ή όχι...
Ένας ίσον κανένας ή ίσον θεός ή τέρας... ακόμα προσπαθώ να αποφασίσω για την αφεντιά μου.... τελικά είμουν άδειος. Εσείς με έχετε ονομάσει έτσι. Εγώ απλά είχα τη δύναμη να τα πώ (γράψω), και εσείς τη θεοποιήσατε, της δώσατε όνομα.
Λένε ότι η αγάπη είναι ψεύτικο πράγμα. Δεν είναι πράγμα όμως. Είναι ένστικτο. Ένστικτο επιβίωσης και συμβίωσης. Τι αγαπάμε στον άλλο; Το μίσος που υπάρχει μεταξύ μας; Τη διαφορετικότητά μας; Την ομοιότητά μας; Τους μισητούς μα και σέξυ τσακωμούς μας; Την αγκαλιά που σε κάνει να θες να κλείσεις τα μάτια σου και να ταξιδέψεις; Την επικοινωνία; Πώς σκατά ξεχωρίζεις τα είδη της αγάπης;... και πώς σκατά θα μάθω κάποιον Θεό να αγαπάει;
Όσο αστείο κι αν κάνω αυτό τη δημοσίευση, θα καταλήξει στο θάνατο. Στο θάνατο των ονείρων, στο θάνατο της αγάπης, στη σάτιρα του Θεού και στην ανάγκη να πιστεύεις σε κάτι. Οι άνθρωποι δε μπορούν πλέον να τα βρούνε με τον εαυτό τους. Θέλουν να είναι καλυμμένοι μέσα σε κάποια καφετέρια, σε κάποιο κλαμπ, σε κάποια σχέση (εγώ όχι μούσα μου). Έξω στους δρόμους είναι ακάλυπτοι, ανίκανοι ίσως να διασκεδάσουν και να βρούνε τη ζωή μέσα τους.
Πληρωμένα χαμόγελα, εξαναγκασμένοι Θεοί. Οι δημοσιεύσεις μου αρχίζουν να φθείρουν, πεθαίνουν και τελειώνουν απότομα, ακριβώς επειδή δεν είναι βιβλίο, δε διαθέτουν κάν λογική σειρά, νόημα ή πλοκή. Είναι μοναχά η ανάγκη μου να ονειρεύομαι.
Εδώ πέρα δεν χωράνε τα όνειρα. Αν ονειρεύεσαι εδω κάτω, δεν ξυπνάς ποτέ...