Ξημερώματα Κυριακής και πάλι δεν κοιμάμαι. Τα βρίσκω όλα ενοχλητικά σ'αυτή την τρύπα της νύχτας. Προσπάθησα να κοιμηθώ, να ξεγελάσω τον χρόνο που δεν λέει να περάσει, όμως οι δείκτες του ρολογιού έχουν κολλήσει. Στα είκοσι λεπτά έχω ξυπνήσει, ιδρωμένος, ενοχλημένος από το άβολο στρώμα, το λεπτό μαξιλάρι, και το πυρωτικό κάλυμα. Το μυαλό μου απασχολούν διάφορα. Απο τα πιο σημαντικά, μέχρι τα πιο ασήμαντα. Και θέλω να βάλω μια τάξη στις σκέψεις μου.
Σκέφτομαι τί εχω να πώ, και κατα πόσο απευθύνομαι σε κάποιον. Δεν μ'αρέσουν οι καυγάδες και οι διαφωνίες, αλλά μοιάζει να είμαι είτε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο χωμένος μέσα σε αυτούς. Σκέφτομαι καλά τα όσα μου έχουν καταλογίσει, και αρχίζω να πιστεύω σ'αυτά. Είμαι ένας ανόητος που δεν ξέρει τί να πεί και υστερίζει. Με ενοχλεί η ταμπέλα, όμως την αποδέχομαι. Κάπου μέσα μου, σταμάτησα να παλεύω για τον εαυτό μου. Ήδη έχω κουραστεί να παλεύω τον κόσμο.
Σκέφτομαι τί εχω να πώ, και κατα πόσο απευθύνομαι σε κάποιον. Δεν μ'αρέσουν οι καυγάδες και οι διαφωνίες, αλλά μοιάζει να είμαι είτε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο χωμένος μέσα σε αυτούς. Σκέφτομαι καλά τα όσα μου έχουν καταλογίσει, και αρχίζω να πιστεύω σ'αυτά. Είμαι ένας ανόητος που δεν ξέρει τί να πεί και υστερίζει. Με ενοχλεί η ταμπέλα, όμως την αποδέχομαι. Κάπου μέσα μου, σταμάτησα να παλεύω για τον εαυτό μου. Ήδη έχω κουραστεί να παλεύω τον κόσμο.