Σάββατο 24 Γενάρη 2004, πάνω στον Παππού, στο Φαλακρό της Δράμας
Ποιός σε έβγαλε από τούτα τα χειμερινά μάτια, τα μελαγχολικά και εγκατελειμμένα απο το φως των αστεριών, στεγνη και ατσαλάκωτη;
Θέλησα να σε δώ περήφανο κορμί να μπαίνεις στο λιμάνι μέσα μου, θέλησα να σε δω θρονιασμένη πλάι μου να καθήσεις, δίχως στιγμή να δειλιάσεις γι' αυτή την καταχτητική μου διάθεση.
Αναπολώ τα χαρακτηριστικά σου, το γωνιώδες πρόσωπο, με τα ζυγωματικά εξέχοντα, το φαρδύ στόμα, το ανέκφραστο, σχεδόν υπονοούμενο χαμόγελο σαν οι ματιές μας συναντούν η μιά την άλλη.
Θυμάμαι όλες τις αφές, όλων των χεριών τις καμπύλες, όλους τους ρυθμούς κατοχής σου...
...μα πιό συχνά θυμούμαι 'σένα
Ποιός σε έβγαλε από τούτα τα χειμερινά μάτια, τα μελαγχολικά και εγκατελειμμένα απο το φως των αστεριών, στεγνη και ατσαλάκωτη;
Θέλησα να σε δώ περήφανο κορμί να μπαίνεις στο λιμάνι μέσα μου, θέλησα να σε δω θρονιασμένη πλάι μου να καθήσεις, δίχως στιγμή να δειλιάσεις γι' αυτή την καταχτητική μου διάθεση.
Αναπολώ τα χαρακτηριστικά σου, το γωνιώδες πρόσωπο, με τα ζυγωματικά εξέχοντα, το φαρδύ στόμα, το ανέκφραστο, σχεδόν υπονοούμενο χαμόγελο σαν οι ματιές μας συναντούν η μιά την άλλη.
Θυμάμαι όλες τις αφές, όλων των χεριών τις καμπύλες, όλους τους ρυθμούς κατοχής σου...
...μα πιό συχνά θυμούμαι 'σένα